συμφορῶ — συμφοράζω bewail fut ind act 1st sg (attic epic ionic) συμφορέω bring together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμφορέω bring together pres ind act 1st sg (attic epic doric) συμφορέω bring together pres subj act 1st sg (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφόρῳ — σύμφορος accompanying masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφόρῳ — συμφόρῳ , σύμφορος accompanying masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορίζω — Μ συμφορῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω», κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
συμπεφορημένος — η, ον, Α αυτός που είναι σφιχτά πιεσμένος μαζί με άλλους. επίρρ... συμπεφορημένως Α 1. εκλεκτικά («συμπεφορημένως γέγραφε», Θεόφρ.) 2. στρυμωχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεφορημένος τού συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω»] … Dictionary of Greek
συμφορίας — Α [συμφορῶ] (κατά τον Ησύχ.) «συμπεφορημένης, συμμίκτου» … Dictionary of Greek
συμφορηδόν — Μ επίρρ. σωρηδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
συμφορητός — όν, θηλ. και ή, Α [συμφορῶ] 1. συγκεντρωμένος στο ίδιο σημείο («συμφορητὸς ὄχλος», Διον. Αλ.) 2. αυτός που προέρχεται από συλλογή διαφόρων πραγμάτων, που συναποτελείται από διάφορα πράγματα («ἅτε νεόκτιστος οὖσα καὶ ἐκ πολλῶν συμφορητὸς ἐθνῶν… … Dictionary of Greek
συμφόρημα — ήματος, τὸ, Α [συμφορῶ] 1. συγκέντρωση πολλών πραγμάτων στο ίδιο σημείο, σωρός 2. συγκέντρωση πολλών ανθρώπων, σύναξη, πλήθος 3. ανάμιξη, συμφυρμός («συμφόρημα τέφρας καὶ ὕδατος», Φίλ.) … Dictionary of Greek
συμφόρηση — (Ιατρ.). Μεγάλη συγκέντρωση αίματος στα αγγεία ενός οργάνου (υπεραιμία). Αν το αίμα που μαζεύτηκε είναι αρτηριακό, η σ. λέγεται ενεργητική ή αρτηριακή. Αν όμως το αίμα έμεινε στο όργανο και στάλωσε στις φλέβες, λέγεται παθητική ή φλεβική. Στην… … Dictionary of Greek